Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κρις Έβανς, Άνα ντε Άρμας
Ο “Gray Man” είναι ο πράκτορας της CIA Κόρτ Τζέντρι (Ράιαν Γκόσλινγκ), γνωστός και ως “Σιέρα Σιξ”. Ο Τζέντρι, που ήταν κάποτε ένας εξαιρετικά ικανός κι εγκεκριμένος από την Υπηρεσία έμπορος θανάτου, απελευθερώνεται από ένα ομοσπονδιακό σωφρονιστικό ίδρυμα και στρατολογείται από τον προϊστάμενό του, Ντόναλντ Φιτζρόι (Μπίλι Μπομπ Θόρντον). Όμως τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει και ο Σιξ είναι ο στόχος, τον οποίο κυνηγά σε όλο τον κόσμο ο Λόιντ Χάνσεν (Κρις Έβανς), πρώην συνεργάτης του στη CIA, που δεν θα σταματήσει μπροστά σε τίποτα μέχρι να τον εξουδετερώσει. Η πράκτορας Ντάνι Μιράντα (Άνα ντε Άρμας) φροντίζει για την προστασία του. Θα τη χρειαστεί.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας:
Κριτική
του Γιάννη Ραουζαίου
O Ράιαν Γκοσλινγκ και η Ανά ντε Αρμας, πρωταγωνιστουν σε αυτή την γεμάτη ταχύτητα αλλά και ένταση περιπέτεια δράσης, η οποία ουσιαστικά μεταφέρει από το χώρο της λογοτεχνίας -όπως άλλωστε έχει συμβεί και άλλες φορές, προεξαρχοντος του 007 των βιβλίων του Φλέμινγκ- άλλον ένα χαρακτήρα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι ο οποίος καλειται να αντιμετωπίσει πλειστους κινδύνους μέχρι να νικήσει μια σειρά διόλου εύκολων αντιπάλων και να ξεκαθαρίσει μέσα από αυτή την καθάρισα πράξη αρκετές από τις πιο αιχμηρές πλευρές του.
Ταχύτητα και σφικτο μοντάζ αλλά και ένα κρεσέντο δράσης και βίας, προσαρμοσμένο στην εποχη μας των πανταχού υπαρχουσων οθονών αλλά και της μετατροπής ενός μεγάλου μέρους του κλασικού σινεμά δράσης σε εμφορουμενο από την κόμικ αισθητική αποτέλεσμα. Η Ανά ντε Αρμας στο πλευρό του Γκοσλινγκ, αλλά και η παρουσία του Μπίλι Μπομπ Θορντον στο ρόλο ενός αρχιπρακτορα του παρελθόντος και μέντορα του χαρακτήρα του Γκοσλινγκ, ο οποίος έχει αποσυρθεί, προσθέτουν επιπλέον στοιχεία συγκρότησης της δομής της βάσης της μυθιστορίας αλλά και -στην περίπτωση της Ντε Αρμας– των προοπτικων αυτής της ιστορίας να εξελιχθεί και σε μελλοντικές παραγωγές.
Σαν κλείσιμο του Grey Man που δεν είναι άλλος από φυσικά έναν πράκτορα και μια ομάδα πρακτόρων που κινείται συμβολικά στη μεθοριακη γραμμή ανάμεσα στη νομιμότητα αλλά και σε μη επίσημα εξουσιοδοτημενες επιχειρήσεις, μπορούμε να δούμε και μια ψυχολογική αναφορά ως προς την γκρίζα ζώνη που άφησαν στο κέντρο του χαρακτήρα του Γκοσλινγκ, τα τραύματα της παιδικής ηλικίας και η ανάγκη του να επιβιώσει και να προχωρήσει κουβαλώντας τα ως ένα φορτίο μέσα του.
Η SAMA, η πρώτη Παλαιστήνια Techno DJ και μουσική παραγωγός θα εμφανιστεί σε λίγες μέρες στο Winter Plisskën Festival.
Με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή της στην Αθήνα, απάντησε στις ερωτήσεις του Γιάννη Ραουζαίου για τη μουσική της και το όραμά της.
Η SAMA ξεκίνησε να μιξάρει το 2006 στη Ραμάλα. Tο 2010 άρχισε να κάνει τη δική της μουσική και να ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική σύνθεση και συγκεκριμένα με είδη όπως η techno, η house και άλλα πιο σκοτεινά υποείδη.
Το 2011 μετακόμισε στο Λονδίνο και σπούδασε Ηχοληψία και Μουσική Παραγωγή. Στις αρχές του 2013 υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία Itchycoo Record.
Η SAMA έχει παίξει ως DJ σε πολλές εκδηλώσεις στην Ευρώπη Παρίσι, Μπορντώ, Μασαλία, Ρώμη Λονδίνο, Ουαλία) και την Μέση Ανατολή ( Κάιρο, Αμμάν, Ραμάλα, Χάιφα).
Συνέντευξη με τη SAMA
του Γιάννη Ραουζαίου
Θα ήθελες να μας περιγράψεις το καλλιτεχνικό περιβάλλον στη Ραμάλα; Είναι δύσκολο να κάνεις τέτοια μουσική στη Mέση Aνατολή?
Είναι λίγο δύσκολο γιατί, όπως φαντάζεσαι, δεν είναι μουσική που ακούγεται τόσο πολύ και δεν είναι τόσο γνωστή, αλλά αυτό μοιάζει σιγά-σιγά να αλλάζει.
Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια καλλιτέχνις από τη χώρα σου στη δουλειά της;
Προβλήματα σχετικά με τα ταξίδια, την επικοινωνία με άλλους καλλιτέχνες, το να μαθαίνεις νέα πράγματα κ.α.
Έχεις δουλέψει με σκηνοθέτες ως μουσική παραγωγός και sound designer σε ταινίες τα τελευταία χρόνια. Ποια ήταν η γενική αίσθηση που σου άφησε η συμμετοχή σου στην κινηματογραφική βιομηχανία;
Λατρεύω τις ταινίες και λατρεύω και το sound design, μοιάζει με τη διαδικασία της παραγωγής αλλά με πραγματικούς ήχους. Η έμπνευση για αυτό που κάνω προέρχεται κυρίως από το sound design. Ειδικά αν δουλεύεις στο animation, εκεί είναι που ο ήχος εξερευνεί νέα όρια.
Τι σε έκανε να αλλάξεις το όνομά σου από “Skywalker” σε “SAMA'”; Υποδηλώνει κάποια αλλαγή στην καλλιτεχνική σου δουλειά και παραγωγή;
Όχι δεν νομίζω, πιστεύω πως απλώς ωριμάζω. Δεν στέκομαι στο ψευδώνυμο, επιστρέφω στο πραγματικό μου όνομα. Επιπλέον, δεν ξέρω τίποτα για το Star Wars και αυτό δημιουργούσε προβλήματα (γέλια)!
Πώς θα χαρακτήριζες γενικά τη μουσική παραγωγή και τις σύγχρονος μορφές διανομής; Πάει καιρός από τις “αναλογικές” μέρες, έτσι;
Συμφωνώ (γέλια)! Αλλά επίσης πιστεύω ότι τα ψηφιακά μέσα ανοίγουν νέα σύνορα και δημιουργούν νέα όρια. Πράγματι, η κατάσταση γίνεται ευκολότερη για ανθρώπους που δεν ξέρουν τι κάνουν, αλλά για αυτούς που ξέρουν, η κατάσταση πηγαίνει πλέον σε άλλο επίπεδο.
Πόσο έχει ριζοσπαστικοποιήσει τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή η ανάπτυξη της τεχνολογίας; Μοιάζει σαν οι Kraftwerk να είχαν τόσο δίκιο!
Όπως είπα και παραπάνω, την έκανε πολύ πιο εύκολη, αλλά διεύρυνε περισσότερο τους ορίζοντες.
Πώς ήταν για σένα να δουλεύεις στην Cité Internationale des Arts; Νιώθεις δικαιωμένη από τις εως τώρα καλλιτεχνικές επιλογές σου;
Ναι, φυσικά. Πέρασα εκεί έναν υπέροχο χρόνο, γνώρισα τόσους καλλιτέχνες, έκανα τόση πολλή μουσική και μεγάλη πρόοδο στη δουλειά μου. Είναι φοβερό τι μπορεί να επιτύχει κάνεις αν σταθεί λίγο και αφιερωθεί σε αυτό που θέλει πραγματικά να κάνει.
Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον; Θα σκεφτόσουν ποτέ για παράδειγμα να επενδύσεις μουσικά κάποια θεατρική performance;
Φυσικά και θα το σκεφτόμουν. Μόλις ξεκινήσαμε μια κολεκτίβα στην Παλαιστίνη που λέγεται Union. Απαρτίζεται από διάφορους DJ’s και σχεδιάζουμε ένα φεστιβάλ, ελπίζω σύντομα. Επίσης, ακόμα περιοδεύω και κάνω παραγωγές με το project Sodassi. Συνεχίζει και το project Electrosteen , και η Awyav (η εταιρεία μου) είναι ακόμα ζωντανή. Θα δούμε τι άλλο θα έρθει με τον νέο χρόνο!
Σ’ ευχαριστώ για τον χρόνο σου και ελπίζω να έχεις μια υπέροχη βραδιά παίζοντας στην Ελλάδα για εμάς!
Με τους: Θέμη Πάνου, Τάσο Νούσια, Άννα Καλαϊτζίδου, Θόδωρο Κατσαφάδο.
Lines
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Lines (Μια ταινία μία γνώμη)
H ταινία Lines του Βασίλη Μαζωμένου, είναι ένα πολυεδρικό δράμα αξιώσεων. Ο σκηνοθέτης, δημιουργός ρήξεων στη συνέχεια του σώματος του ελληνικού κινηματογράφου, στο Lines μας έχει δώσει την ανώτερη έως τώρα δημιουργία του, αυτήν ενός συνεπούς σινεμά όπου η ρεαλιστικότητα του εκδηλώνεται διαμέσου μίας προσέγγισης αμιγώς φαινομενολογικής.
Χωρίς να απεμπολεί ούτε δευτερόλεπτο την μοντερνιτέ αντίληψη και προσέγγισή του, αναπτύσσει τις ιστορίες του φασματικά, αλληλοσυμπλέκοντας την μιά με την άλλη σε ένα κρεσέντο διαρκούς έντασης όπου ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι το ίδιο το περιβάλλον που εξελίσσονται και που τις έχει γεννήσει στην διάρκεια του.
Η συντάσσουσα μορφή ενός geist καταστροφής και μιάς παρελθούσας κοσμοεικόνας νοήματος πλάι στην συντετριμμένη ψυχική ισορροπία του παρόντος βρίσκονται σε διαλεκτική σύγκρουση αφήνοντας πίσω τους συντρίμια της έντασης τους την ωμή κυριαρχία και την ψυχολογική καταβαράθρωση. Η μορφή του αστυνομικού των Μ.Α.Τ που, στην κατά την γνώμη μου κορυφαία σκηνή της ταινίας, γονατίζει κατά την διάρκεια μιάς σύγκρουσης στον δρόμο με την ασπίδα και το γκλόμπ του να ακουμπούν στην γή και έχοντας μεταμορφωθεί στην εικόνα- στάση ενός Ρωμαίου Λεγεωναρίου την στιγμή της αποδοχής του αναπόφευκτου τέλους, μεταφέρει στην μορφή του προτύπου κυριαρχίας που αυτός εκπροσωπεί μια πορεία του Τραγικού, που ολοκληρώνεται με το πέταγμα από το σώμα του όλων των ρούχων του. Μία γυμνή ζωή; Ένας Homo Sacer που προσφέρεται στο κοινό, ως ένα έτοιμο Ιερό Θύμα, χωρίς ρόλους αλλά και χωρίς δικαιώματα, έχοντας αφήσει στην εικόνα της γύμνιας του όλους τους ρόλους οι οποίοι αναπαράγουν τόσο τα μοντέλα κυριαρχίας όσο και οι αντιστάσεις-εικόνες τους;
Η τραγικότητα αλλά και η ρομαντική συντριβή πέρα από τα υπάρχοντα και μή επαρκή πλέον νοήματα και σημασίες, δίνουν ζωή σε αυτή την τόσο χαρακτηριστική σκηνή και φυσικά ορίζουν υπογείως την ροή της αναζήτησης και ανάγκης νέων νοηματικών συγκροτήσεων μέσα σε κολλοσιαίες κοινωνικοπολιτισμικές τεκτονικές κινήσεις. Στις ημέρες που διανύουμε, αυτού του νέου και τρομερού αιώνα, η αντιμετώπιση της Πτώσης και της αρνητικής ενέργειας που αυτή σηκώνει πάνω της είναι το κυρίως διακύβευμα τόσο ημών όσο και της τέχνης μας, εάν αυτή θέλει να συνεχίζει να ονομάζεται έτσι και να μην μετατρέπεται σε μιά απολογητική της Κυριαρχίας, του Τεχνικού Ολοκληρωτισμού, και του επερχόμενου τέλους της ανθρωπότητας όπως την γνωρίζουμε!
Ο Τ.Νούσιας από την άλλη πλευρά σε μιά άλλη πολύ σημαντική σκηνή – στιγμή, μόνος απέναντι σε μιά μηχανή-σύμβολο που διαλύει τον χώρο του, σαν ένας εν εκρήξει ψυχής πάλαι ποτέ Γ.Φούντας, δίνει μία πραγματικά σπαρακτική ερμηνεία, συμπληρώνοντας στην ταινία, μαζί με την εικόνα του άστεγου, ένα ψηφιδωτό μορφών οι οποίες υπάρχουν πέρα από την συμβατική χρονικότητα της εποχής τους, υπερυψωμένες σε ένα επίπεδο ιδεών όχι πρός διάλογο αλλά πρός σύγκρουση και εν αντιφάσει. Που υπάρχουν σε μια αναζήτηση κάποιας νεάς θέσης, κάποιας κρυμμένης ευγένειας, κάποιας “άλλης” κατάφασης.
Θα είμαστε αρκετοί απέναντι στις επιταγές των καιρών μας; Ως άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών, θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε έναν ύστατο λόγo υπέρβασης τόσο της συντριπτικής βαρβαρότητας της τεχνικής κανονικοποίησης όσο και στην μετάλλαξη των τελευταίων συναισθημάτων ανθρώπινης χαράς, σε εκρήξεις ατελέσφορης βίας;
Τα ερωτήματα που κρύβονται στις αναγνώσεις έργων όπως το Lines είναι πολλά και μας προκαλούν. Θα επιχειρήσουμε έστω να απαντήσουμε σε κάποια;
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν. Με τους: Γιαλίτζα Απαρίσιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα, Νάνσι Γκαρσία, Χόρχε Αντόνιο Γκερέρο
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Roma
(4.5 / 5)
Φορτωμένη με βραβεία, η παραγωγή του netflix που τάραξε τα νερά επιβάλλοντας ένα καινούργιο πρότυπο για τη διανομή απέναντι στο ήδη υπάρχον μοντέλο, έφτασε και στην Ελλάδα. Ο Αλφόνσο Κουαρόν του εκπληκτικού Gravity, γυρίζει στην Γή και στην μνήμη μέσα από την χρήση πολλών αυτοβιογραφικών στοιχείων για την παιδική του ηλικία στο Μεξικό της δεκαετίας του 70, τις γυναίκες που των μεγάλωσαν αλλά και για το εξαιρετικά ταραγμένο πολιτικό σκηνικό, μιάς χώρας όπου, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, το φοιτητικό και αγροτοεργατικό της κίνημα διεκδικούσε ακόμα και την πιθανότητα μιάς κοινωνικής επανάστασης.
‘Εχουμε εδώ μία καθαρά auteur ταινία σε ασπρόμαυρο, με την ηχητική μπάντα να αυξομειώνετια σε επιλεγμένα σημεία, προβάλλοντας με τον ήχο τις ιδιαίτερες συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων με αποκορύφωμα φυσικά την μεγάλη σεκάνς με τον ωκεανό στο φινάλε της ταινίας και την αντανάκλαση στους ήχους των κυμάτων των διλλημάτων αλλά και της έντασης που έχει αντιμετωπίσει η κεντρική ηρωίδα, υπηρέτρια ινδιανικής καταγωγής, σε όλη την διάρκεια του έργου. Η αγριότητα του πληβειακού λαικού στοιχείου επίσης είναι παρούσα σε σκηνές όπου αυτο το οικειοποιείται η κυριαρχία και το μεξικανικό κατεστημένο της εποχής, για να το χρησιμοποιήσει στην άγρια καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων, κάνοντας μέσα από την προσέγγιση του Κουαρόν, ένα σχόλιο για τις κρυμμένες σκοτεινές πλευρές ενός λαικισμού που ανά πάσα στιγμή μπορεί με απόλυτα ιδιότελή κίνητρα αλλά και εξαιτίας του πολύ χαμηλού επιπέδου κουλτούρας που τον διακρίνει, να στραφεί στο να υπηρετήσει τυφλά τους κύκλους εκείνους που κατάλληλα θα τον χειραγωγήσουν και θα τον κατευθύνουν ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες.
Το ψυχολογικό στοιχείο όπως εκφράζεται από τον πατέρα που φεύγει από το σπίτι για να ζήσει μιά ερωτική περιπέτεια, την σύζυγο που θα κάνει τελικά ένα άλμα πρός μιά άλλη ζωή αφού επιτυγχάνει να διαχειριστέι το πένθος, και τη σχέση των παιδιών με την υποδειγματικά ερμηνευμένη και σε πολύ σοβαρή εσωτερική κρίση σε σχέση με μιά επιλογή της, υπηρέτρια της Yalitza Aparicio, γίνεται τελικά στις εκφράσεις του μέσα από τη ροή των εικόνων, το νήμα που συνδέει σε ένα σφιχτό κινηματογραφικό οικοδόμημα-ελεγεία, για μια γενιά και μιά ιστορική περιόδο στις σχέσεις και τις αντιφάσεις, των χαρακτήρων που την συναποτέλεσαν αλλά και των επιγόνων της που διανύουν εδώ μιά παιδική ηλικία με προκλήσεις αλλά και ελπίδες.
Δεν χρειάζονται πάρα πολλά λόγια στην πραγματικότητα για να αναφερθούμε στην παρουσία και την πράξη στα κινηματογραφικά πράγματα του Μ.Κάσινς. Ο κριτικός κινηματογράφου και εξαίρετος ντοκιμαντερίστας μάς είχε ήδη δώσει πρίν από την ταινία στην οποία αναφερόμαστε σήμερα, την πάρα πολύ σημαντική σειρά δοκιμίων “H ιστορία του κινηματογράφου”(“The story of film: An Odyssey”) που μέσα στη χρονική διάρκεια-ποταμό μιας αλληλουχίας 15 ωριαίων επεισοδίων επετύγχανε όχι μόνον να παρουσιαστούν τα βασικότερα ρεύματα και δημιουργοί της ιστορίας του κινηματογράφου, αλλά ταυτόχρονα να μεταγγίσει το καθαρό σώμα-πράξη της κινηματογραφικής φόρμας και οχήματος, στο πνεύμα του υποψιασμένου ή και ανυποψίαστου ακόμα θεατή.
Στο “Βλέμμα του Όρσον Γουέλς” έχουμε έναν ακόμα θρίαμβο για τον Κάσινς αλλά πολύ πιο συμπυκνωμένο χρονικά αυτή την φορά. Η δομή της ταινίας είναι ουσιαστικά ένας φανταστικός διάλογος, σε δεύτερο πρόσωπο, με τον μεγάλο πρωτοπόρο του κινηματογράφου, όπου η πολιτική στόχευση, η παιδική ηλικία, οι έρωτες αλλά και η καθαυτό πορεία του ως δημιουργού, περιγράφονται περίφημα σε μια σειρά κεφαλαίων που, εάν δεν ήταν κινηματογραφικά, κάλλιστα θα μπορούσαν μέσα από την λογοτεχνική ανάπτυξη τους, να αποτελέσουν το υλικό ενός βιβλίου, και μάλιστα μπέστ σέλερ, εάν η αρτιότητα των περιεχομένων των εικόνων και του μοντάζ τους της ταινίας είχαν καταφέρει να γίνουν λέξεις και προτάσεις ευαίσθητες και διεισδυτικές.
Ο Κάσινς περνάει κεφάλαιο στο κεφάλαιο από την μια περίοδο στην άλλη της ζωής του Γουέλς, φωτίζοντας με γλυκύτητα και ευγένεια, πάνω και μέσα από τις διηγήσεις. Ο Γουέλς , τα κείμενα που έχουν γραφτεί για αυτόν αλλά και το περιεχόμενο και η ριζοσπαστικότητα αυτής της προσωπικότητας, θα έλεγε κανείς, όπως αφήνει να εννοηθεί ξεκάθαρα και ο ίδιος ο Κάσινς , οτι όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι δημιουργοί, τράφηκε, μέσα από τις αντιφάσεις του χαρακτήρα της αλλά ταυτόχρονα, κατάφερε όχι μονάχα να περικλείσει την λεπτοφυή ουσία της ισορροπίας αυτών των αντιφάσεων και εντάσεων μέσα στην φόρμα του καλλιτεχνικού του έργου αλλά και να στηρίξει μιά καθόλα πληθωρική παρουσία και δράση της οποίας τα αποτελέσματα ακόμα και τώρα θέτουμε εμπρός μας , όλοι εμείς οι άνθρωποι του κινηματογράφου, πρός διερεύνηση και ποικίλες αναγνώσεις.
Το πόνημα του Κάσινς, που κατά την γνώμη μας παρότι υποστηρίχτηκε σε περιπτώσεις από κριτικές φωνές οτι το πράττει, δεν χαιδεύει ούτε αγιοποιεί το πνεύμα και την πορεία του Γουέλς. Αντίθετα εκείνο που συμβαίνει εδώ είναι οτι καθαρά κινηματογραφικά, ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, φτιάχνει στο πρώτο μέρος(όπως τόσο πολύ θα άρεσε και στον ίδιο τον Γουέλς!) ένα κομμάτι που όντως θυμίζει εξωραισμένη αγιογραφία(ρομαντικός, αντιρατσιστής μαχητής για τα δικαιώματα των πιο αδύναμων) για να εισάγει τις πιο αμφιλεγόμενες και σκοτεινές πλευρές του στο δεύτερο μέρος(εγωιστής womanizer αλλά και εραστής της δύναμης και της κυριαρχίας στο περιβάλλον του και τους άλλους) ώστε στο τέλος και στον επίλογο του , αυτό που λίγο έως πολύ να μένει, να είναι ακριβώς αυτό το:”… πιο πέρα”πραγματικός πυρήνας του σύνολου έργου του Γουέλς.
Αυτή η ιδιαίτερη αύρα του Γουέλς, ο σαρκασμός προς την κανονικότητα αλλά και ο αυτοσαρκασμός που έκρυβε πάντα μέσα “…στις αλήθειες και τα ψέματα” του έργου και της προσωπικής του φιλοσοφίας, αποτυπώνεται περίφημα στον επίλογο της ταινίας, στο ψευδογράμμα- απάντηση του …ίδιου του Γουέλς πρός τον Κάσινς (με τη φωνή του Τζάκ Κλάφ να υποδύεται αυτήν του Γουελς), και που μέσα απο τους αστεισμούς και την ειρωνεία, μοιάζει να λέει σε εκείνον αλλά και σε όλους εμάς:” Είμαι όλα αυτά, τίποτε από όλα αυτά και κάτι φευγαλέο ακόμα που μόνον όσοι ανοίγονται αισθαντικά στις εικόνες και στο έργο μου, μπορεί να συλλάβουν”!
Το “…βλέμμα του Όρσον Γουέλς” είναι ένα από τα λίγα ντοκιμαντέρ-δοκίμια πάνω σε έναν κολοσσιαίο κινηματογραφικό δημιουργό, που έχουν καταφέρει να συμπυκνώσουν τον άνεμο που τον διαπερνά σε κάθε στιγμή της πορείας του και μπορεί άνετα να σταθεί δίπλα σε κορυφαία ανάλογα έργα σαν το “Μιά ημέρα στην ζωή του Α.Αρσένιεβιτς”(για τον Ταρκόφσκι), του Κρίς Μαρκέρ!
H συνέχεια των φανταστικών ζώων και της prequel σκιαγράφησης του κόσμου του Χάρυ Πότερ, έρχεται να μας σκεπάσει με την υποβόσκουσα μελαγχολική της διάθεση, και χρώματα που πολύ διαφέρουν από το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο της πρώτης ταινίας. Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν επικίνδυνα, ο Ντάμπλντορ εμφανίζεται νεότατος στο γοητευτικό πρόσωπο του Τζούντ Λόου, ο Ε. Ρέντμεην δίνει μιά ακόμα εξαιρετική ερμηνεία στο πρόσωπο του κεντρικού κάπως συνεσταλμένου, ιδιαίτερου αλλά και ευθύ και γενναίου κεντρικού χαρακτήρα, ενώ ο Τζώννυ Ντέπ, γίνεται ένας κακός που φωτογραφίζεται ως το μαγικό ανάλογο του Α. Χίτλερ χρησιμοποιώντας μάλιστα η ταινία, ως σκηνοθετικό εύρημα, ακόμα και την δομή των λόγων του γερμανού δικτάτορα για να μας μεταφέρει την υπνωτική θανάσιμη δύναμη πειθούς και επιβολής του.
Μια αλληγορία πάνω στην ανθρώπινη κυριαρχία και στην εμφάνιση των αρχετυπικών μορφών αντιπαράθεσης καλού και κακού που είναι απολύτως βέβαιο πως θα κλιμακωθεί στις επόμενες συνέχειες, με έναν σκηνοθέτη που γνωρίζει πολύ καλά που το πάει η Τζ. Ρόουλινγκ στην εν λόγω σειρά βιβλίων, πράγμα που το αποδεικνύει περίτρανα στην ιδιαίτερη(και τόσο πικρή αίσθηση) που κυριαρχεί ακόμα και στις πιο φωτεινές στιγμές αυτής της δουλειάς. Όλα μοιάζουν σαν το άγριο αίσθημα που μιά επερχόμενη κατακλυσμική καταιγίδα, εντυπώνει σε όσους συνειδητοποιούν την επικείμενη άφιξη της, και όπου τίποτε δεν μοιάζει να είναι βέβαιο και παγιωμένα στην ομορφιά.
Τίποτε; Ίσως μονάχα, η μορφή του Νιούτ Σκαμάντερ έτοιμου να δώσει όσες μάχες θα χρειαστεί ώστε να συντριβεί το σκοτάδι με οποιοδήποτε τίμημα για τον ίδιο!
Πρωτότυπος Τίτλος: Don’t worry he won’t get far on foot
Βιογραφία
114′
Σκηνοθεσία: Gus Van Sant
Με τους: Joaquin Phoenix , Jonah Hill , Rooney Mara
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Μην ανησυχείς, δεν θα φτάσει μακριά με τα πόδια
(4 / 5)
Μια ταινία στην οποία ο μεγάλος δημιουργός πέρα από μεγάλους σταρ όπως ο Χοακίν Φοίνιξ, ο Τζακ Μπλακ και η Ρούνι Μάρα, κατάφερε και συγκέντρωσε προλιφικές μορφές του αμερικανικού underground rock όπως η Κιμ Γκόρντον από τους Sonic Youth. Στο επίπεδο της πλοκής μας περιγράφεται εκτενώς η ζωή και η πορεία για μια συγκεκριμένη περίοδο, αυτής της αποδοχής του τραύματος, ενός μεγάλου αμερικανού σατιρικού και σκιτσογράφου, οποίος μετά απο μια δύσκολη παιδική ηλικία και μια αλκοολική νιότη, βρέθηκε στο καροτσάκι του τετραπληγικού ως επακόλουθο της οδήγησης σε μια βραδιά καταχρήσεων.
Με το γνωστό ύφος του o Βαν Σαντ, ανάμεσα στον πειραματισμό και στην τρυφερή ρομαντική ενατένιση των φάσεων και των επιδράσεων της ζωής, ξετυλίγει το κουβάρι των σχέσεων, ερωτικών και φιλικών του κεντρικού χαρακτήρα, σε μια πορεία ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικο-συμβολικό, που καταλήγει να είναι μια πορεία αποδοχής και ολοκλήρωσης.
Σε επίπεδο φόρμας, τα ρεαλιστικά περάσματα διαδέχονται split και scroll scenes ενώ ο εσωτερικός διάλογος του χαρακτήρα του Χοακίν Φοίνιξ, Κάλαχαν με την μητέρα του, χωρίς να φτάνει στα όρια κάποιου επικά τραγικού ορίζοντα, αναδεικνύει το βαθιά ανθρώπινο χαρακτηριστικό των κρυμμένων πληγωμένων αισθημάτων και του πως αυτά ορίζουν και καθορίζουν ρητά ή υπόρρητα τον βίο.
Μία όμορφη στιγμή στην φιλμογραφία του σκηνοθετη (τι αναλογικός όρος και αυτός στην ψηφιακή εποχή μας!) που χωρίς να φτάνει το εικαστικό βάθος του Last Days ή την άγρια φαινομενολογία της ανθρώπινης ψυχής ενός Gerry, στέκεται με ευθύτητα, αγάπη και ευαισθησία μπροστά στην ένταση, τις αντιφάσεις και τις λύσεις ενός ανθρώπινου δράματος που όμως διατηρεί τόσο δυνατά τα στοιχεία ενός ψυχικού και συναισθηματικού epiphany.
Με τους: Justin Theroux , Blanka Györfi-Tóth , Vilma Szécsi
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Ο κατάσκοπος που με παράτησε
(3 / 5)
Εξαιρετική μαύρη κωμωδία δράσης που ανανεώνει το είδος εισάγοντας ένα ανεπανάληπτο κωμικό ζευγάρι κατασκόπων που προκύπτουν απο το πουθενά στο πρόσωπο της Μila Kunis και της Kate Mckinnon με τη διακριτική παρουσία του Justin Theroux (γνωστού μας και στο ρόλο του διπρόσωπου επαρμένου σκηνοθέτη του “Mallholand Drive”)και του “Mr. Outlander” (απο τη γνωστή βρεττανική σειρά φαντασίας) Sam Heughan.
Δύο θεότρελλες αμερικανίδες “κολλητές”, εμπλέκονται σε μια σκοτεινή υπόθεση κατασκοπείας και μυστικών υπηρεσιών, μετά από την δολοφονία του εραστή της μιας από αυτές, ο οποίος ζούσε διπλή ζωή ενώ στην πραγματικότητα ήταν μυστικός πράκτορας. Σε φρενήρεις ρυθμούς, που περιλαμβάνουν άφθονη δράση αλλά και ίσες ποσότητες γέλιου, οι δύο γυναίκες ξεκινούν ένα ταξίδι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ακολουθούμενοι από κάθε λογής δολοφόνους αλλά και από έναν γοητευτικό Βρεττανό μυστικό πράκτορα που ισχυρίζεται ότι θέλει να τις βοηθήσει και ταυτόχρονα να σώσει και τον κόσμο από μία φοβερή απειλή.
Η ταινία αξιοποιεί απόλυτα την μπλεδίζουσα απόχρωση της φωτογραφίας ώστε να σαρκάσει τα λαμπερά χρώματα της κομεντί (που κατά βάθος είναι μια από τις συνιστώσες της), ενώ τα διαρκή λογοπαίγνια ανάμεσα στο ζευγάρι των γυναικών και η καταιγιστική δράση που ακολουθεί σχεδόν πάντοτε τις ήρεμες ασφαλείς στιγμές, λειτουργούν αποκαλυπτικά στην ανάπτυξη και την ιδιόμορφη περιγραφή μιας βαθιάς γυναικείας φιλίας, και της ιδιαίτερης σύνδεσης που μια γυναίκα μπορεί με τελείως διαφορετικό τρόπο να εκφράσει στη στενή φιλική της σχέση με μία άλλη.
Πολύ εύκολα θα μπορούσα να δω την συνέχιση αυτής της ιστορίας με κάποιο sequel. Η χημεία υπάρχει ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και οι ιστορίες απλώς περιμένουν αυτή την σπιρτόζα παρέα για να μας τις αφηγηθούν.
Με σαφείς επιδράσεις από τον-μεγάλο- Woody Allen, αυτή η γλυκιά κομεντί δωματίου, μας αφήνει, βγαίνοντας απο την αίθουσα, με την αίσθηση, πως το σινεμά είναι μια τέχνη που στις καλές στιγμές της μπορεί να σου δίνει κουράγιο και ελπίδα στο να συνεχίζεις να ζεις. Το κινηματογραφικό ζευγάρι των Keanu Reeves και Winona Ryder δίνει τον καλύτερο εαυτό του στο να περιγράψει την σταδιακή δημιουργία μιας πολύ όμορφης σχέσης, μέσα από την τυχαία και αρκετά κωμική συνάντηση ενός άντρα που επισκέπτεται έναν παλιό συντοπίτη του στον γάμο του που είναι καλεσμένος, και στην πρώην του γαμπρού.
Εκείνος βαθιά κυνικός και σκληρός απέναντι σε μια ζωή που την αντιλαμβάνεται ως κάτι που πρέπει διαρκώς να αποστασιοποιείσαι καθώς δεν μπορεί να σε στηρίξει σε τίποτε ουσιαστικά μέσα στο εφήμερο πνεύμα της και εκείνη απογοητευμένη και πληγωμένη από την διάλυση της σχέσης της στο κοντινό παρελθόν. Η σύγκρουσή τους αρχικά αλλά και οι συνεχείς υπεραναλυτικοί διάλογοι που θα χαρακτηρίσουν την γνωριμία τους αλλά και την συνύπαρξη τους σε ένα σαββατοκύριακο, γίνονται σύντομα μια τρυφερή ελεγεία πάνω στην ανάγκη μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε όσο και εντέλει να γίνουμε αποδεκτοί από κάποιον, χωρίς να μας ταλανίζει διαρκώς ο φόβος της επερχόμενης απώλειας.
Η ταινία ρέει και κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο ανάμεσα στις γλυκόπικρες εναλλαγές των σκηνών της, ενώ η διαρκής διερώτηση γύρω από το “ναι” ή το “όχι” στις προτάσεις των σχέσεών μας με τους άλλους ως πρόταση ανοίγματος των προσώπων και σύμμειξής τους, είναι κάτι που στο τέλος της ταινίας δεν καλούνται να απαντήσουν στους εαυτούς τους μόνον οι χαρακτήρες αλλά καθοδηγούμενοι από την ιδιαίτερη και τόσο βαριά όσο και ανάλαφρη ατμόσφαιρα της ταινίας, και οι θεατές της.