Η ταινία αφηγείται μια απλή ιστορία και ο χαλαρός ρυθμός της αφήνει τον θεατή να ρουφήξει αυτό το ατελέσφορο ρομάντζο. Όπως συμβαίνει με πολλά αριστουργήματα, η μαγεία της ταινίας δεν προκύπτει από την ιστορία, αλλά από το πώς παρουσιάζεται και σε αυτήν την περίπτωση η ευφυία και το ταλέντο του Ίστγουντ βρίσκονται στο αποκορύφωμα τους. Η Μέριλ Στριπ λέει σχετικά: «Η εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι κάποιοι σπουδαίοι σκηνοθέτες δεν σε αφήνουν να νιώθεις ότι σε σκηνοθετούν και σε καθοδηγούν. Στο τέλος του γυρίσματος νιώθεις ότι έκανες ό,τι ήθελες και δεν καταλαβαίνεις ότι σε είχαν καθοδηγήσουν υπόγεια και διακριτικά. Σε αυτή την ταινία, ένιωσα εντελώς ελεύθερη».
Δεν συμβαίνουν πολλά στις Γέφυρες του Μάντισον. Η ταινία δεν έχει μεγαλειώδη σκηνικά ή εκκωφαντικές συναισθηματικές στιγμές. Όμως, την ίδια στιγμή, η ταινία απλώνει ένα τσουνάμι από γεγονότα, μόνο που τα γεγονότα αυτά είναι μικρές σταγόνες, από εκείνες που συνιστούν ένα ολόκληρο ωκεανό. Όλες μαζί σχηματίζουν μία από τις πιο ρομαντικές ιστορίες του κινηματογράφου.
Η σχέση τους είναι σαν μία αναπνοή που εκφράζεται μόνο από τις κινήσεις του σώματος, καθώς ξεκινάει από μία απλή γνωριμία, προχωράει σε φιλία και μετά σε ερωτική σχέση, μέσα από αγγίγματα ή χαμόγελα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν πάει χαμένο, καθώς ο Ίστγουντ αξιοποιεί τις κινήσεις της κάμερας με καθαρότητα, μέσα από λιτές εικόνες που βάζουν τον θεατή μέσα στην ιστορία διακριτικά.
Η Μέριλ Στριπ τονίζει την οικονομία του Ίστγουντ ερμηνευτικά και σκηνοθετικά. «Η σκηνή του τσακωμού συμβαίνει τη στιγμή που φαίνεται ότι αυτό το όνειρο έχει περιορισμούς και η Φραντζέσκα το καταλαβαίνει αυτό. Είναι το επόμενο πρωινό, όταν καταλαβαίνει ότι τελείωσε. Είναι μία σπουδαία σκηνή και ο Κλιντ δεν δίστασε να το πάει μέχρι τέλους ερμηνευτικά. Μετά αιφνιδιάστηκα, γιατί όταν είδα το τελικό μοντάζ, ανακάλυψα ότι είχε αφαιρέσει τα πιο έντονα πλάνα με της ερμηνείας του, αυτά που θα του εξασφάλιζαν ένα Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου (γελάει). Δεν υπάρχει ηθοποιός που να μη θέλει να παίξει τέτοια σκηνή και εκείνος αποσύρθηκε με έναν τρόπο και μου έκανε εντύπωση. Νομίζω, όμως, ότι έχει μία πολύ καλή άποψη για το πόσα στοιχεία χρειάζονται για να πεις μια ιστορία μέσω του προσώπου και πόσο μακριά πρέπει να φτάσεις. Στο τέλος, ήταν μία πολύ κομψή αίσθηση υποχώρησης ερμηνευτικά από μέρους του».
Η τελευταία σκηνή με το χέρι της Φραντζέσκα να διστάζει να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου για να τρέξει κοντά στον Ρόμπερτ, όσο ο σύζυγος της είναι στη θέση του οδηγού σε πλήρη άγνοια για το δράμα που εκτυλίσσεται δίπλα του, έχει αντίστοιχη δύναμη με μία σκηνή αντιπαράθεσης στην Άγρια Δύση. Η Μέριλ Στριπ αναλύει τη δύναμη της σκηνής: «Αυτό το σενάριο ήταν πολύ πυκνά γραμμένο με πολλούς διαλόγους, αλλά στο τέλος αυτό που θυμούνται οι θεατές είναι μία εικόνα: είναι το χέρι της στο χερούλι να μην ανοίγει την πόρτα και εκείνος να στέκεται στη βροχή, εκείνη να κοιτάει τα φανάρια. Μία χαμένη ευκαιρία. Οι θεατές δεν θέλουν να τους υποδεικνύεις τι να νιώσουν σε μία ταινία. Προτιμούν τον αιφνιδιασμό και έτσι μπορούν να πουν την ιστορία με δικό τους τρόπο. Αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει διάλογος κι έτσι μπορούν να φωνάξουν στην οθόνη «άνοιξε την πόρτα!».
Αυτές οι στιγμές καθορίζουν το σινεμά με την κάμερα να παρακολουθεί σε κοντινό τις πιο ιδιωτικές διαδρομές των ηρώων, με έναν τρόπο που κανένα άλλο μέσο δεν μπορεί να τις αποδώσει. Η ταινία του Κλιντ Ίστγουντ μεταφέρει αβίαστα το πρωτότυπο υλικό από τη σελίδα στην οθόνη, μεταμορφώνοντας την ιστορία έτσι ώστε να ταιριάζει στο σινεμά. Είναι καθηλωτική χάρη στις δύο κορυφαίες ερμηνείες των πρωταγωνιστών της και στέκει σαν απόδειξη ότι η απλότητα μπορεί να αναδείξει μία ταινία σε αριστούργημα.
H Μέριλ Στριπ συμπεραίνει για τη δύναμη τέτοιων ιστοριών: «Πηγαίνω σινεμά για να δω ταινίες σαν αυτή. Να νιώσω όπως νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι, να μάθω όσα ξέρουν, να ζήσω στην αγροτική Άιοβα και να δω ένα παλιό φορτηγό να κατεβαίνει τον δρόμο και να αναρωτηθώ ποιος οδηγεί. Αυτή είναι η απόλαυση».