
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Ο Σεμίχ Καπλάνογλου απαντά στον Γιάννη Ραουζαίο
Ο βραβευμένος με Χρυσή Άρκτο, Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου, ήρθε στην Αθήνα για να παρουσιάσει τη νέα του ταινία « Σπόρος (Grain / Buğday)» και απάντησε στις ερωτήσεις του Γιάννη Ραουζαίου για το έργο του:
“Το μεταφυσικό στοιχείο βρίσκεται διαρκώς παρόν στην ταινία μου καθώς αυτό, είναι μια απάντηση καθαυτό που ενσωματώνεται μέσα στις ερωτήσεις. δεν υπάρχουν(γραμμικές) απαντήσεις, ούτε απόλυτα ξεκάθαρες. Έχει να κάνει με το ίδιο το βίωμα της ταινίας. Δεν πιστεύω πως μπορούν να βρεθούν λυτρωτικοί δρόμοι “κάπου εκεί έξω” αλλά πως ο καθένας απο εμάς μέσα στην τρικυμία του καιρού του πρέπει να ρωτήσει και να ψάξει τον εαυτό του μέσα του.
Επέλεξα το Detroit γιατί ακριβώς όπως είπατε, είναι πλέον μια πόλη φάντασμα. Από την μια πλευρά είναι η πόλη απο όπου ξεκίνησε η αυτοκινητοβιομηχανία, και απο την άλλη είναι η πόλη που στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, πρώτη εγκαταλείφθηκε απο αυτήν και κατέληξε στην ερήμωση! Όλο αυτό έχει να κάνει με τη δήλωση της αρχής και του τέλους ενός Μοντέλου Πολιτισμού.
Όπως το Detroit απετέλεσε την αρχή του αμερικανικού μοντέλου σε συδυασμό με το αυτοκίνητο που επεκτάθηκε ύστερα σε ολόκληρο τον κόσμο έτσι και η ερήμωσή του που ακολούθησε αποτελεί το τέλος ενός κύκλου. Κάτι τέτοιο ταιριάζει και στην “Πόλη” της ταινίας μου η οποία ανάμεσα σε ταραχές, εκτοπίσεις μεταναστών και κρίσεις παραγωγής τροφίμων περικυκλωμένη απο ένα “σύνορο” ενεργειακό Τείχος Θανάτου μοιάζει να ολοκληρώνει την παρουσία της σε αυτό τον κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο θα απαντήσω και στην επόμενη ερώτηση σας, η οποία έχει να κάνει με την χρήση του ασπρόμαυρου. Καταρχάς σε ένα πρώτο επίπεδο που έχει να κάνει καθαρά με το τεχνικό κομμάτι, επειδή τα γυρίσματα συνεχίστηκαν για έναν ολόκληρο χρόνο σε περιβάλλοντα τόσο διαφορετικά όσο του Detroit στο Μίτσιγκαν και αυτού της ανατολικής Τουρκίας, στην περίπτωση του έγχρωμου θα υπήρχε μεγάλη διαφορά στον φωτισμό καθώς το φώς είναι πολύ διαφορετικό απο την μια περιοχή στην άλλη. Το ασπρόμαυρο δίνει διέξοδο σε αυτό το πρόβλημα. Δεν επιτρέπει σε αυτές τις διαφορές φωτός να δημιουργήσουν ανισομέρεια στο τελικό αποτέλσμα.
Από την άλλη πλευρά έχουμε και μια βαθύτερη αναφορά στην ίδια την φόρμα αλλά και την συμβολική εξιστόρηση της ταινίας.
Υπάρχει ένα κοντράστ στην ταινία ανάμεσα στην “Πόλη” και την “Άγρια Φύση” που σηματοδοτεί την διάσταση και την σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την ζωή.
Η τεχνολογική προσέγγιση πρόσφερε και προσφέρει πάρα πολλά αλλά κάπως έχει ξεστρατίσει προς μια αντικειμενιστική και απόλυτα υλιστική προσέγγιση της ζωής, που δημιουργεί όλων των ειδών τα προβλήματα, οντολογικά με την αλλοτρίωση του ανθρώπου, οικολογικά, προσωπικά για τον καθένα. Η άλλη πλευρά θέτει τα πνευματικά ερωτήματα και ζητάει απο τον καθένα μας προσωπικά να τα κοινωνήσει και να τα απαντήσει διερωτόμενος μέσα στον πυρήνα του βιώματος.
Ήθελα μέσα απο το μαυρόασπρο συγκεκριμένα – και λέω μαυρόασπρο και όχι ασπρόμαυρο γιατί ξεκινώ απο τα ζοφερά σκοτεινά πεδία της Πόλης για να καταλήξω σε πλάνα στο τέλος όπου το φώς κυριαρχεί – να αναδείξω αυτό το κοντράστ ανάμεσα στους δύο τρόπους προσέγγισης της ζωής και να τοποθετηθώ εικαστικά πάνω σε αυτούς.
Πράγματι όπως στην ποίηση που προέρχεται απο σούφι μυστικούς (αλλά και τις ιστορίες των ανάλογων Χριστιανών) σιγά-σιγά το πνευματικό στοιχείο φωτίζει την πορεία ενός αναζητητή και ο καθένας που κάνει μια τέτοια επιλογή έχει την δυνατότητα να γίνει ένας τέτοιος. Έτσι και εδώ το στοιχείο “Εγώ” που έχει φτιάξει έναν κανονικοποιημένο φοβικό πολιτισμό ελέγχου με το περιβάλλον του να αντικατοπτρίζει την έπαρση του, στην πορεία και μέσα απο Κρίσεις, με τη συνδρομή τις περισσότερες φορές κάποιου πνευματικού βοηθού, βιώνει έναν τελετουργικό θάνατο εν ζωή και προχωρά ως Είναι πλέον, στην Αυτογνωσία του.
Αρχικά, αναφερόμενος στην τελευταία σας ερώτηση, ενώ ξεκινά το πρόσωπο του κεντρικού χαρακτήρα να λύσει ένα σημαντικό πρόβλημα επιβίωσης της κοινωνίας που ζεί (όπως έχει πετύχει αυτός και σε άλλη περίπτωση στο παρελθόν), σταδιακά με την βοήθεια του έτερου πρώην επιστήμονα που έχει πάει να συναντήσει ζητώντας απαντήσεις, υπερβαίνει το μονοπάτι των φαινομένων και κοιτάζει καθαρά πλέον στον κήπο του Απόλυτου.
Η κατάληξη είναι η συνειδητοποίηση πως, τα προβλήματα που τον είχαν παρακινήσει στο ταξίδι του αρχικά έχουν μόνον σχετική σημασία, ενώ εκείνο που είναι το ουσιαστικό σε μιά πορεία αφύπνισης έρχεται μετά, συγκροτώντας τις δικές του διερωτήσεις και αφήνοντας χώρο στην αποκαλυπτική εμπειρία του Ως Έχειν.
Της ίδιας της πηγής ζωής και ύπαρξης.
Με το να αφήνει πίσω του την ταραγμένη θάλασσα του επιφανειακού κόσμου και αντικρύζοντας κατάματα τη θέα του άρρητου, η εμπειρία του αυτή περνά απο τον έναν στον άλλο όχι με τις γλώσσες και τους σημειολογικούς αναλυτικούς κώδικες, αλλά άμεσα, δια της παραβολής, της υποψίας και της υπόνοιας.
Εκείνοι που τραβούσαν στο παρελθόν τον πυρετώδη δρόμο της γνώσης ήταν οι ποιητές αλλά ακόμα και εκείνοι άφηναν πίσω τους τα λόγια όταν άγγιζαν την ενορατική σύλληψη του Κόσμου και συναντούσαν συνειδητοποιήσεις πέρα απο το φαίνεσθαι. Τώρα εκείνοι που μοιάζουν να γνωρίζουν είναι οι επιστήμονες. Τι θα κάνουν αυτοί;
Εγώ βάζω κάποιους απο αυτούς να φτάνουν στα όρια την επιστημονική ματιά και ύστερα, μετά απο μια κρίσιμη πορεία επιφοιτήσεων … απλώς να πηγαίνουν παραπέρα!”