
του Γιάννη Ραουζαίου
Ήμασταν ακριβώς για άλλη μιά φορά στη Berlinale πριν 2 χρονια όταν η επιδημία του Covid μόλις ξεσπούσε. Θυμάμαι ακόμη και τώρα την πραγματικοτητα στο γραφείο τύπου ή στις συνεντεύξεις, όταν όλοι, με κάποια επιφύλαξη ήδη, απέναντι σε ό,τι ερχόταν, άρχιζαν να παρατηρούν προσεκτικά οποιοδήποτε εμφάνιζε σημάδια έστω ενός απλού βήχα ή κρυολογήματος. Αυτό δεν εμπόδισε τότε να βραβευτούν εξαιρετικές δουλειές αλλά σίγουρα εμπόδισε, έναν χρόνο μετά, το φεστιβάλ να πραγματοποιηθεί δια ζώσης, με μια Berlinale online τελικά. Τίποτα δεν είναι ίδιο δύο χρόνια μετά αλλά το Σινεμά οπως και τα θεάματα-ακροάματα γενικότερα κατάφεραν να επιβιώσουν όπως και το να “πάρουν σιγά-σιγά μπροστά” μέσα στην νέα πραγματικότητα που διαμορφωθηκε, αξιοποιώντας στο έπακρο τις διαφορετικές τεχνολογίες είτε αυτές ήταν οι επικοινωνιακές είτε οι φαρμακευτικές τέτοιες.

Το Βερολίνο του 2022 είναι ένα διαφορετικό Βερολίνο. Κάποια υπόγεια events σε μια “επίσημη” πραγματικότητα που για οτιδήποτε και να κάνεις πέραν του πιστοποιητικού εμβολιασμού χρειαζοταν συνεχως και rapid test- ευτυχώς δωρεάν και επιδοτούμενα σε διάφορες περιοχές της πόλης από το γερμανικό κράτος. Καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα φυσικά, τουλάχιστον ως πρός αυτό, καθώς σε άλλα σημεία, η παρουσία της πανδημίας φαινόταν ιδιαίτερα ορατή, ειδικά όσoν αφορά καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο φεστιβάλ φετος η πολιτική των προβολών είχε να κάνει με το κλείσιμο από πρίν των εισιτηρίων, καθώς και το μοίρασμα των πρώτων προβολών αλλά και των επαναληπτικών τους έτσι, ώστε να εξασφαλίζεται;ι η όποια μείωση των συνωστισμων. Αυτό φυσικά δεν απεφεύχθη , με ουρές να σχηματίζονται σε κάθε προβολή και ακόμη και επαγγελματίες σε περιπτώσεις να μενουν απέξω από αυτές , συνεπικουρούμενου του γεγονοτος του 50% χωρητικότητας των αιθουσών σε όλα τα είδη προβολών. Τηρουμένων των αναλογιων , όλα θύμιζαν-λιγότερο και από την περίπτωση του προηγηθέντος Φεστιβάλ Βενετίας, Φεστιβάλ που είχαν πραγματοποιηθεί στην ελληνική επικράτεια φέτος με τις αναπόφευκτες αλλαγές. Όλα ίδια, όσων αφορά την ποιότητα των ταινιών αλλά και όλα τόσο διαφορετικά με ένα αίσθημα που αντανακλουσε στην ατμοσφαιρα των πόλεων εδώ αλλά και της εν λόγω γερμανικής πρωτεύουσας, το ιδιαίτερο αίσθημα αυτής της πίεσης των τελευταίων δύο χρόνων.
Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι και ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα της φετινής berlinale. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, παρότι επίσημη καλεσμένη, δεν μπορούσε να παρευρεθεί ούτε στην απονομή του ειδικού βραβείου για την προσφορά της, ούτε και σε εκδήλωση που θα πραγματοποιείται με τιμώμενη εκείνη και συζήτηση που θα επακολουθούσε, καθώς -όπως και πολλοί άλλοι- προσβλήθηκε από τον κορονoϊό.
Η ίδια η αίσθηση της παρουσίας στις προβολες αλλά και των διαρκών απαραίτητων τεστ, κυριαρχούσε στο σύνολο των παρευρισκόμενων, και των δημοσιογράφων αλλά και των κριτικών ή των λοιπών επαγγελματιών. Μιά ανάγνωση ενός θετικού τεστ- πέραν της όποιας ανησυχίας για την εξέλιξη της ασθένειας- γινόταν το τέλος για την δυνατότητα να παρακολουθήσει κάποιος από κοντά το υπόλοιπο φεστιβάλ. Κάπως έτσι εμφανίστηκε, παράλληλα με τις προβολές της, στο κοινό η φετινή Berlinale.

Όσον αφορά τώρα την ποιότητα των κινηματογραφικών δουλειών, το φεστιβάλ διατήρησης τα υψηλά του στανταρντ, και μάλιστα μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες που περιγράψαμε. Κάποιοι ενασχολούμενοι με το κινηματογραφικό ήδη βρίσκονταν από πριν από την επ΄σιημη τελετή έναρξης στην πόλη, βολιδοσκοπώντας την ατμόσφαιρα αυτού του μεγάλου φεστιβάλ, κάνοντας επαφές με ενδιαφέροντες ανθρώπους που είχαν και θα προσέθεταν τις επόμενες ημέρες την πινελιά τους στην διοργάνωση και προετοιμασμένοι, να παρακολουθήσουν την επίσημη τελετή έναρξης.
Μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι παρά τα προβλήματα, και η τελετή έγινε, και η ταινία Peter Von Kant του Φρανσουά Οζόν, αυτού του πάλαι ποτέ τρομερού παιδιού της γαλλικής κινηματογραφίας, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια-χωρίς να φείδεται του κλίματος και των ρυθμικων-σεναριακών ανατροπών, που ο εικονοκλάστης σκηνοθέτης μας έχει συνηθίσει, μέσα από τις ταινίες, προκλήσεις του, όλα αυτά τα χρόνια.