
Το πάρκο του τρόμου
Hell Fest
(3 / 5)
- Τρόμου
- 2018
- 89′
- Σκηνοθεσία: Γκρέγκορι Πλότκιν Με τους: Μπεξ Τέιλορ – Κλάους, Ρέιν Έντουαρντς, Έιμι Φορσάιθ
Αυτό που σε πρώτη ματιά μπορεί να κάνει κάποιους να δυσανασχετούν όπως πολλές φορές συμβαίνει σε ταινίες τρόμου, δηλαδή, η απροκάλυπτη βία για τη βία και οι υπόρρητες αναφορές σε κάποιου είδους “αμαρτία” που συνεπάγεται η ανάδυση της σεξουλικόητας στην παιδική ηλικία, είναο τα στοιχεία ακριβώς που έκαναν το πάρκο του τρόμου να δεχθεί αρκετές αρνητικές κριτικές. Εμείς από την άλλη πλευρά παρότι γενικά συμφωνούμε με μιά σειρά από κριτικές αναλόγου ύφους που έχουν δεχθεί ανάλογες ταινίες, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό(ακόμα περισσότερο σε παρελθούσες δεκαετίες), στην συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε οτι εάν υπήρχαν θα έπρεπε να συμπεριλάβουν κάποιες πολύ ιδιαίτερες πλευρές της ταινίας που καταφέρνουν αν μας εισάγουν σε ενδιαφέρουσες συνδηλώσεις. Επί παραδείγματι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να βάλουμε στους εαυτούς μας ως θεατές είναι: “Που βρίσκονται οι γονείς των παιδιών;” ή ” Γιατί οι μόνοι άνω των 20 σε ηλικία , οι οποίοι εμφανίζονται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, είναι οι φύλακες ενός θεματικού πάρκου τρόμου;”και τέλος τι σηματοδοτεί πραγματικά η τελική σκηνή-κλειδί κατά τη γνώμη μας του “Πάρκου του τρόμου”; Η ταινία μέσα από ξαφνικές εκλάμψεις ψυχολογικής εμβάθυνσης στα ένστικτα αλλά και στην σαδιστική-πλευρά του ανθρώπινου χαρακτήρα, όπως ταυτόχρονα και από την σουρεαλιστική παρουσίαση της περιήγησης στο πάρκο, περιήγησης που υποπτεύομαι ότι έχει να πεί περισσότερα για την κοινωνική πραγματικότητα και το φαντασιακό έξω από αυτό, δημιουργεί ένα κλίμα που επί της ουσίας χρησιμοποιεί για να πεί σημαντικά πράγματα την φόρμα μιάς pop culture of horror για να μας μιλήσει για την ωρίμανση αλλά και για τον παιδισμό και την απόλυτη αφέλεια απέναντι στα μεγάλα διακυβεύματα του ως έχειν που μαστίζουν μεγάλα κομμάτια του δυτικού πάλαι ποτέ κόσμου. Η κριτική ξεπερνά στα υποψιασμένα μάτια, την φόρμα πολύ σύντομα και ανατρέπει το πολύ συνηθισμένο αποτέλεσμα της επιβίωσης του “κακού” με στόχο τα σήκουελ. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι φρέσκιες και νέες ματιές πάνω σε χιλιοπαιγμένα παραδείγματα από genres και ειδικά όταν αυτά βάζουν κάτω από το τραπέζι τον σαρκασμό και αυτοσαρκασμό του κοινωνικού μας γίγνεσθαι τολμώντας να “παίξουν” με το εμπορικό αλλά και με τον κινηματογραφικό ελιτισμί της “μεγάλης σινεφίλ ταινίας”, κλείνοντας μας το μάτι πρός ένα παιχνίδι άλλο με την εικόνα. Ένα παιχνίδι που οι αιχμές του ξεπροβάλουν σαν τα αγκάθια ενός τριαντάφυλλου ότν μαγεμένος σκύβεις πολύ κοντά για να δοκιμάσεις το άρωμα του.