
- Ντοκιμαντέρ
- 2018
- 115′
- Σκηνοθεσία: Μαρκ Κάζινς
από τον Γιάννη Ραουζαίο
Το Βλέμμα του Όρσον Γουέλς
(4.5 / 5)
Δεν χρειάζονται πάρα πολλά λόγια στην πραγματικότητα για να αναφερθούμε στην παρουσία και την πράξη στα κινηματογραφικά πράγματα του Μ.Κάσινς. Ο κριτικός κινηματογράφου και εξαίρετος ντοκιμαντερίστας μάς είχε ήδη δώσει πρίν από την ταινία στην οποία αναφερόμαστε σήμερα, την πάρα πολύ σημαντική σειρά δοκιμίων “H ιστορία του κινηματογράφου”(“The story of film: An Odyssey”) που μέσα στη χρονική διάρκεια-ποταμό μιας αλληλουχίας 15 ωριαίων επεισοδίων επετύγχανε όχι μόνον να παρουσιαστούν τα βασικότερα ρεύματα και δημιουργοί της ιστορίας του κινηματογράφου, αλλά ταυτόχρονα να μεταγγίσει το καθαρό σώμα-πράξη της κινηματογραφικής φόρμας και οχήματος, στο πνεύμα του υποψιασμένου ή και ανυποψίαστου ακόμα θεατή.
Στο “Βλέμμα του Όρσον Γουέλς” έχουμε έναν ακόμα θρίαμβο για τον Κάσινς αλλά πολύ πιο συμπυκνωμένο χρονικά αυτή την φορά. Η δομή της ταινίας είναι ουσιαστικά ένας φανταστικός διάλογος, σε δεύτερο πρόσωπο, με τον μεγάλο πρωτοπόρο του κινηματογράφου, όπου η πολιτική στόχευση, η παιδική ηλικία, οι έρωτες αλλά και η καθαυτό πορεία του ως δημιουργού, περιγράφονται περίφημα σε μια σειρά κεφαλαίων που, εάν δεν ήταν κινηματογραφικά, κάλλιστα θα μπορούσαν μέσα από την λογοτεχνική ανάπτυξη τους, να αποτελέσουν το υλικό ενός βιβλίου, και μάλιστα μπέστ σέλερ, εάν η αρτιότητα των περιεχομένων των εικόνων και του μοντάζ τους της ταινίας είχαν καταφέρει να γίνουν λέξεις και προτάσεις ευαίσθητες και διεισδυτικές.
Ο Κάσινς περνάει κεφάλαιο στο κεφάλαιο από την μια περίοδο στην άλλη της ζωής του Γουέλς, φωτίζοντας με γλυκύτητα και ευγένεια, πάνω και μέσα από τις διηγήσεις. Ο Γουέλς , τα κείμενα που έχουν γραφτεί για αυτόν αλλά και το περιεχόμενο και η ριζοσπαστικότητα αυτής της προσωπικότητας, θα έλεγε κανείς, όπως αφήνει να εννοηθεί ξεκάθαρα και ο ίδιος ο Κάσινς , οτι όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι δημιουργοί, τράφηκε, μέσα από τις αντιφάσεις του χαρακτήρα της αλλά ταυτόχρονα, κατάφερε όχι μονάχα να περικλείσει την λεπτοφυή ουσία της ισορροπίας αυτών των αντιφάσεων και εντάσεων μέσα στην φόρμα του καλλιτεχνικού του έργου αλλά και να στηρίξει μιά καθόλα πληθωρική παρουσία και δράση της οποίας τα αποτελέσματα ακόμα και τώρα θέτουμε εμπρός μας , όλοι εμείς οι άνθρωποι του κινηματογράφου, πρός διερεύνηση και ποικίλες αναγνώσεις.
Το πόνημα του Κάσινς, που κατά την γνώμη μας παρότι υποστηρίχτηκε σε περιπτώσεις από κριτικές φωνές οτι το πράττει, δεν χαιδεύει ούτε αγιοποιεί το πνεύμα και την πορεία του Γουέλς. Αντίθετα εκείνο που συμβαίνει εδώ είναι οτι καθαρά κινηματογραφικά, ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, φτιάχνει στο πρώτο μέρος(όπως τόσο πολύ θα άρεσε και στον ίδιο τον Γουέλς!) ένα κομμάτι που όντως θυμίζει εξωραισμένη αγιογραφία(ρομαντικός, αντιρατσιστής μαχητής για τα δικαιώματα των πιο αδύναμων) για να εισάγει τις πιο αμφιλεγόμενες και σκοτεινές πλευρές του στο δεύτερο μέρος(εγωιστής womanizer αλλά και εραστής της δύναμης και της κυριαρχίας στο περιβάλλον του και τους άλλους) ώστε στο τέλος και στον επίλογο του , αυτό που λίγο έως πολύ να μένει, να είναι ακριβώς αυτό το:”… πιο πέρα”πραγματικός πυρήνας του σύνολου έργου του Γουέλς.
Αυτή η ιδιαίτερη αύρα του Γουέλς, ο σαρκασμός προς την κανονικότητα αλλά και ο αυτοσαρκασμός που έκρυβε πάντα μέσα “…στις αλήθειες και τα ψέματα” του έργου και της προσωπικής του φιλοσοφίας, αποτυπώνεται περίφημα στον επίλογο της ταινίας, στο ψευδογράμμα- απάντηση του …ίδιου του Γουέλς πρός τον Κάσινς (με τη φωνή του Τζάκ Κλάφ να υποδύεται αυτήν του Γουελς), και που μέσα απο τους αστεισμούς και την ειρωνεία, μοιάζει να λέει σε εκείνον αλλά και σε όλους εμάς:” Είμαι όλα αυτά, τίποτε από όλα αυτά και κάτι φευγαλέο ακόμα που μόνον όσοι ανοίγονται αισθαντικά στις εικόνες και στο έργο μου, μπορεί να συλλάβουν”!
Το “…βλέμμα του Όρσον Γουέλς” είναι ένα από τα λίγα ντοκιμαντέρ-δοκίμια πάνω σε έναν κολοσσιαίο κινηματογραφικό δημιουργό, που έχουν καταφέρει να συμπυκνώσουν τον άνεμο που τον διαπερνά σε κάθε στιγμή της πορείας του και μπορεί άνετα να σταθεί δίπλα σε κορυφαία ανάλογα έργα σαν το “Μιά ημέρα στην ζωή του Α.Αρσένιεβιτς”(για τον Ταρκόφσκι), του Κρίς Μαρκέρ!